Έθιμα, Παραμύθια, Ιστορίες - Ο πλουσιος και ο φτωχος - Παραμυθι απο την Καππαδοκια
Σε ένα χωριό της Ανατολής ζούσε κάποτε μία πολύ φτωχή οικογένεια που είχε εφτά παιδιά. Για σπίτι είχανε ένα καλύβι σκεπασμένο με καλαμιές και γύρω γύρω πάλι φυλαγμένο με καλαμιές.
Το ψωμί της οικογένειας ήταν πάντα λιγοστό. Όταν βοηθούσε η τύχη φώναζαν τον πατέρα για δουλειά και για μεροκάματο, του δίνανε ένα ψωμί ή καμπόσο αλεύρι. Το αλεύρι που μαζεύονταν η μάνα το ζύμωνε και το φούρνιζε μέσα σ ' ένα λάκκο που είχαν στο καλύβι, και χρησίμευε σαν θερμάστρα για το χειμώνα.
Την ημέρα που ήταν η μάνα να ετοιμάσει το ψωμί γύρω γύρω τα
παιδιά περίμεναν πότε θα ξεφουρνίσει η μάνα και έτρωγαν τη μερίδα τους πριν καλά καλά κρυώσει. Μες το καλύβι ήταν μεσ' τη χαρά. Μετά το ψωμοφάγι τα παιδιά τραγουδούσαν και χόρευαν χωρίς σταμάτημα. Η μάνα και ο πατέρας βλέποντας τα παιδιά χορτάτα και χαρούμενα έπαιρναν κι αυτοί τη δική τους χαρά. . Τα τραγούδια είχαν δικά τους λόγια απλά και αληθινά:
«Έχουμε καλό ψωμί σήμερα είναι γιορτή έχει το ψωμί αλάτι νοστιμίζει το ψωμάκι».
Όλη η οικογένεια κοιμούνταν πάνω στο ίδιο αχυρένιο στρώμα που δεν μαζεύονταν ποτέ, και σκεπάζονταν με το ίδιο πάπλωμα γεμισμένο με μαλλί. Σε μία άκρη ξάπλωνε ο πατέρας, δίπλα του η γυναίκα, πάρα δίπλα το μωρό και στην άλλη άκρη το μεγαλύτερο παιδί της φαμελιάς. Η πιο μεγάλη έγνοια των γονιών ήταν να κοιμούνται χορτασμένα τα παιδιά τους για να μην κλαίνε το πρωί με το ξύπνημα.
Η μόνη περιουσία της φαμελιάς ήτανε μία κότα που γεννούσε κάθε μέρα ένα αυγό που το έτρωγε ένα από τα παιδιά. Όταν στο καλύβι δεν βρίσκονταν τίποτε άλλο για φαγητό, έτρωγαν όλοι μαζί το αυγό για να
ξεγελάσουν την πείνα τους. Αλλοι έτρωγαν το ασπράδι και άλλοι το κρο-κάδι και παράπονο δεν έκανε κανένας.
Κάποια μέρα το παιδί που είχε τη σειρά του, περίμενε το κακάρισμα της κότας και πήγε να πάρει το αυγό του.
Αυτό όμως ήτανε μικρό σαν αυγό πέρδικας. Το παίρνει και πηγαίνει στενοχωρημένο στη μάνα του.
Μάνα είμαι άτυχος λέει. Αυτό το αυγό δεν φτάνει ούτε για μια μπουκιά. Κρίμα που περίμενα και έκανα όρεξη.
Δεν πειράζει, λέει η μάνα. Την άλλη φορά μπορεί το αυγό σου να είναι μεγάλο σαν της χήνας. Και το έβαλε στο μπρίκι για να βράσει. Όταν μετά από λίγο κατεβάζει το μπρίκι από τη φωτιά η μάνα βλέπει πως το αυγό είχε γίνει κίτρινο σαν το χρώμα του χρυσού.
Κάνει να το πιάσει με το χέρι και βλέπει πως ήτανε σκληρό, καυτερό και γυαλιστερό! Αφήνει το αυγό να κρυώσει και βλέπει πως ήτανε βαρύ και σκληρό σαν σίδερο. Δεν έσπαγε με τίποτα.
Μάνα και παιδί έμειναν με την απορία μέχρι να έρθει ο άνδρας του σπιτιού, ο οποίος βλέπει το αυγό και λέει:
Αυτό γυναίκα μοιάζει με χρυσάφι. Αύριο θα πάω στον σαράφι να ρωτήσω, γιατί εγώ δεν ξέρω από τέτοια!
Την άλλη μέρα παίρνει το κίτρινο αυγό και πηγαίνει στον σαράφι. Είπε την ιστορία, πως βρέθηκε στα χέρια του αυτό το πράμα και περίμενε.
Ο σαράφης το παίρνει, το δαγκώνει λίγο, το κοιτάζει καλά και ξαναρωτάει για να μάθει καλύτερα την υπόθεση.
Αυτό είναι χρυσάφι, λέει. Είσαι τυχερός που η κότα σου γεννάει χρυσαφένια αυγά. Εγώ όμως δεν το αγοράζω γιατί φοβάμαι. Όπως ήταν αυγό και έγινε χρυσάφι, έτσι μπορεί να γίνει πάλι αυγό μετά από μία ώρα. Αν θέλεις να μου το δώσεις το παίρνω για χατίρι και σου δίνω δύο γρόσια για να αγοράσεις ένα ψωμί για τα παιδιά σου.
θα ρωτήσω τη γυναίκα μου, λέει ο φουκαράς, και γυρίζει πίσω με το χρυσό αυγό στο χέρι.
Αφού το συζήτησε με τη γυναίκα του που δεν είχε ιδέα από χρυσάφια και θησαυρούς, το έκρυψε κάτω από το αχυρένιο στρώμα του.
Αραιά και που κοίταζε αν βρίσκεται στη θέση του το αυγό και αν
άλλαξε το χρώμα του. Όσο περνούσε ο καιρός το αυγό χρύσιζε πιο πολύ.
Αρκετά πιο πέρα από το καλύβι του φτωχού ήταν το παλάτι ενός πλούσιου, που δεν είχε παιδιά. Το βίος του ήταν αμέτρητο.
Σε ένα χωριό της Ανατολής ζούσε κάποτε μία πολύ φτωχή οικογένεια που είχε εφτά παιδιά. Για σπίτι είχανε ένα καλύβι σκεπασμένο με καλαμιές και γύρω γύρω πάλι φυλαγμένο με καλαμιές.
Το ψωμί της οικογένειας ήταν πάντα λιγοστό. Όταν βοηθούσε η τύχη φώναζαν τον πατέρα για δουλειά και για μεροκάματο, του δίνανε ένα ψωμί ή καμπόσο αλεύρι. Το αλεύρι που μαζεύονταν η μάνα το ζύμωνε και το φούρνιζε μέσα σ ' ένα λάκκο που είχαν στο καλύβι, και χρησίμευε σαν θερμάστρα για το χειμώνα.
Την ημέρα που ήταν η μάνα να ετοιμάσει το ψωμί γύρω γύρω τα
παιδιά περίμεναν πότε θα ξεφουρνίσει η μάνα και έτρωγαν τη μερίδα τους πριν καλά καλά κρυώσει. Μες το καλύβι ήταν μεσ' τη χαρά. Μετά το ψωμοφάγι τα παιδιά τραγουδούσαν και χόρευαν χωρίς σταμάτημα. Η μάνα και ο πατέρας βλέποντας τα παιδιά χορτάτα και χαρούμενα έπαιρναν κι αυτοί τη δική τους χαρά. . Τα τραγούδια είχαν δικά τους λόγια απλά και αληθινά:
«Έχουμε καλό ψωμί σήμερα είναι γιορτή έχει το ψωμί αλάτι νοστιμίζει το ψωμάκι».
Όλη η οικογένεια κοιμούνταν πάνω στο ίδιο αχυρένιο στρώμα που δεν μαζεύονταν ποτέ, και σκεπάζονταν με το ίδιο πάπλωμα γεμισμένο με μαλλί. Σε μία άκρη ξάπλωνε ο πατέρας, δίπλα του η γυναίκα, πάρα δίπλα το μωρό και στην άλλη άκρη το μεγαλύτερο παιδί της φαμελιάς. Η πιο μεγάλη έγνοια των γονιών ήταν να κοιμούνται χορτασμένα τα παιδιά τους για να μην κλαίνε το πρωί με το ξύπνημα.
Η μόνη περιουσία της φαμελιάς ήτανε μία κότα που γεννούσε κάθε μέρα ένα αυγό που το έτρωγε ένα από τα παιδιά. Όταν στο καλύβι δεν βρίσκονταν τίποτε άλλο για φαγητό, έτρωγαν όλοι μαζί το αυγό για να
ξεγελάσουν την πείνα τους. Αλλοι έτρωγαν το ασπράδι και άλλοι το κρο-κάδι και παράπονο δεν έκανε κανένας.
Κάποια μέρα το παιδί που είχε τη σειρά του, περίμενε το κακάρισμα της κότας και πήγε να πάρει το αυγό του.
Αυτό όμως ήτανε μικρό σαν αυγό πέρδικας. Το παίρνει και πηγαίνει στενοχωρημένο στη μάνα του.
Μάνα είμαι άτυχος λέει. Αυτό το αυγό δεν φτάνει ούτε για μια μπουκιά. Κρίμα που περίμενα και έκανα όρεξη.
Δεν πειράζει, λέει η μάνα. Την άλλη φορά μπορεί το αυγό σου να είναι μεγάλο σαν της χήνας. Και το έβαλε στο μπρίκι για να βράσει. Όταν μετά από λίγο κατεβάζει το μπρίκι από τη φωτιά η μάνα βλέπει πως το αυγό είχε γίνει κίτρινο σαν το χρώμα του χρυσού.
Κάνει να το πιάσει με το χέρι και βλέπει πως ήτανε σκληρό, καυτερό και γυαλιστερό! Αφήνει το αυγό να κρυώσει και βλέπει πως ήτανε βαρύ και σκληρό σαν σίδερο. Δεν έσπαγε με τίποτα.
Μάνα και παιδί έμειναν με την απορία μέχρι να έρθει ο άνδρας του σπιτιού, ο οποίος βλέπει το αυγό και λέει:
Αυτό γυναίκα μοιάζει με χρυσάφι. Αύριο θα πάω στον σαράφι να ρωτήσω, γιατί εγώ δεν ξέρω από τέτοια!
Την άλλη μέρα παίρνει το κίτρινο αυγό και πηγαίνει στον σαράφι. Είπε την ιστορία, πως βρέθηκε στα χέρια του αυτό το πράμα και περίμενε.
Ο σαράφης το παίρνει, το δαγκώνει λίγο, το κοιτάζει καλά και ξαναρωτάει για να μάθει καλύτερα την υπόθεση.
Αυτό είναι χρυσάφι, λέει. Είσαι τυχερός που η κότα σου γεννάει χρυσαφένια αυγά. Εγώ όμως δεν το αγοράζω γιατί φοβάμαι. Όπως ήταν αυγό και έγινε χρυσάφι, έτσι μπορεί να γίνει πάλι αυγό μετά από μία ώρα. Αν θέλεις να μου το δώσεις το παίρνω για χατίρι και σου δίνω δύο γρόσια για να αγοράσεις ένα ψωμί για τα παιδιά σου.
θα ρωτήσω τη γυναίκα μου, λέει ο φουκαράς, και γυρίζει πίσω με το χρυσό αυγό στο χέρι.
Αφού το συζήτησε με τη γυναίκα του που δεν είχε ιδέα από χρυσάφια και θησαυρούς, το έκρυψε κάτω από το αχυρένιο στρώμα του.
Αραιά και που κοίταζε αν βρίσκεται στη θέση του το αυγό και αν
άλλαξε το χρώμα του. Όσο περνούσε ο καιρός το αυγό χρύσιζε πιο πολύ.
Αρκετά πιο πέρα από το καλύβι του φτωχού ήταν το παλάτι ενός πλούσιου, που δεν είχε παιδιά. Το βίος του ήταν αμέτρητο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου