Κυριακή

Τρομακτικές Ιστορίες, Μύθοι - Και μη χαθούμε

Τρομακτικές Ιστορίες, Μύθοι - Και μη χαθούμε

Γειά σας. Με λένε Παναγιώτα και είμαι 29 χρονών. Την ιστορία
που στέλνω την αφηγείται ξανά και ξανά ο παπούς μου με την πρώτη
ευκαιρία. Όταν στα νειάτα του ζούσε στο χωριό έπρεπε συχνά να κάνει μεγάλες αποστάσεις με τα πόδια για να επισκεφτεί φίλους σε γύρω
χωριά ή για να κάνει   κάποια εργασία. Ένα απόγευμα είχε βγει για να πάει σε κάποιον φίλο του σε ένα χωριό που απέχει 8 χλμ. από το δικό μας. Θα περνούσε τη νύχτα εκεί. Περπατώντας συντομα άρχισε να σκοτεινιάζει και τότε βέβαια δεν υπήρχαν φώτα στους δρόμους και τέτοια. Δεν έβλεπε και πολύ καλά. Σε λίγο όμως είδε μπροστά του έναν άνθρωπο να προχωράει, ο άνθρωπος αυτός ήταν ψηλός και γεμάτος και περπατούσε καπως καμπουριαστά. Υπέθεσε ότι θα ήταν κάποιος από το χωριό, κανένας γερος αλλά όταν τον πλησίασε κι άλλο κατάλαβε ότι αυτόν δεν τον γνώριζε. Στο τέλος επειδή ο γέρος προχωρούσε αργά τον έφτασε και τον χαιρέτησε. Ο γέρος του απάντησε, γειά σου παληκάρι και γύρισε. Ο παπούς δεν τον είδε με καλό μάτι, κάτι δεν του καθότανε καλά σ` αυτόν τον γέρο. Πιάσανε όμως κουβέντα και ο γέρος τον διαβεβαίωσε ότι ήταν από το διπλανό χωριό, αυτό στο οποίο πηγαινε και ο παπούς
μου και ότι είχε έρθει στο δικό μας χωριό για να δει την αδερφή του. Το όνομα της αδερφής του που έδοσε ήταν άγνωστο στον παπού που φυσικά ήξερε όλους τους κατοίκους του χωριού. Αυτό τον έκανε να υποψιαστεί περισσότερο και επειδή ήταν και νύχτα άρχισε να φοβάται πάρα πολύ.
Ο γέρος του φαινότανε πολύ περίεργος και μιλούσε για πράγματα και πρόσωπα για τα οποία ο παπούς δεν είχε ιδέα. Ο παπούς είχε τρομάξει τόσο πολύ που για να γλυτώσει από το γέρο του ζήτησε να τον περιμενει για λίγο για να πάει να κατουρήσει. Πήγε δίπλα στο δρόμο σε κάτι δέντρα και όταν βεβαιώθηκε ότι δεν τον έβλεπε ο γέρος το έσκασε μέσα από τα χωράφια και αποφάσισε επειδή ήταν αργά να γυρίσει στο σπίτι του. Όμως καθώς προσπαθούσε να γυρίσει χάθηκε μέσα στα χωράφια. Σε κάποια στιγμή νόμισε ότι βρήκε το δρόμο και κατέβηκε σε μια κατηφόρα όσπου ξάφνου είδε φως από κερί ή φανάρι. Πήγε προς εκείνο το δεντρο που είδε το φως για να δει ποιός ήταν και να ρωτήσει για το δρόμο του. Εκεί είχε όντως ένα φανάρι κρεμασμένο αλλά δεν ήταν κανείς. Και τότε ξαφνικά...μέσα από τους θάμνους βγάζει το κεφάλι του ο γέρος και με ένα σατανικό χαμόγελο του λέει: πού είσουν εσύ; σ' έχασα! Ο παπούς άρχισε να φωνάζει και να τρέχει μακριά από το γέρο για τον οποίο κατάλαβε ότι ήταν βρυκόλακας. Λίγο μετά κατάφερε να βρει το δρόμο για το χωριό και να παει στο σπίτι του. Πίστευε ότι ήταν βρυκόλακας ο γέρος ή κάτι τετοιο γιατί ήταν έτσι κι αλλοιώς πολύ μυστήριος και γιατί αλλοιώς θα ήταν αδύνατον να είχε κανει όλον αυτόν τον δρόμο και να ξαναπετύχει τον παπού εκεί που τον πέτυχε που ήταν τελείως έξω από το δικό του δρόμο. Ο παπούς δεν τον ξαναείδε ποτέ αλλά και δεν ξαναέκανε την ίδια διαδρομή βράδυ ποτέ.

Πηγή:-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου